Νάρυκος

Νάρυκος
Νάρυξ
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Νάρυξ — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη του Ευβοϊκού κόλπου, πατρίδα του Αίαντα του Οιλέα. Λεγόταν και Νάρυκος. 2. Πόλη της Μεγάλης Ελλάδας στη χώρα των Βρουττίων Λοκρών, τη σημερινή Καλαβρία. Είχε χτιστεί από αποίκους της πόλης αυτής, και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”